Archeiothrafstis
  • HOME
  • ABOUT ARCHEIOTHRAFSTIS
  • browse
    • by volume >
      • Volume 1 (2011)
      • Volume 2 (2012)
      • Volume 3 (2013)
      • Volume 4 (2014)
      • Volume 5 (2015)
      • Volume 6 (2016)
      • Volume 7 (2017)
      • Volume 8 (2018)
      • Volume 9 (2019)
    • by author >
      • Panagiotis Bletsas
      • Giannis Despotopoulos
      • Giannis Efstathiou
      • Serge Gutwirth
      • Aristides Hatzis
      • Giorgos Lieros
      • Jason Koutoufaris-Malandrinos
      • Manuel Moschopoulos
      • Dimitris M. Moschos
      • Viktoria Nasouli
      • Chrysovalantis Sitsanis
      • Elissavet Spyridou
      • Isabelle Stengers
      • Alexandre Sturdza
      • Jean Tignol
      • Panagiotis Tsialas
      • Eleni Velentza
      • Immanuel Wallerstein
    • by title
    • by subject
  • editorial team
    • Jason Koutoufaris-Malandrinos
    • Eleni Velentza
    • Asterios Girbas
    • Giannis Efstathiou
    • Kalliopi Kagelari
    • Chrysovalantis Sitsanis
  • author guidelines
  • CONTACT
ΙΑΣΩΝ ΚΟΥΤΟΥΦΑΡΗΣ-ΜΑΛΑΝΔΡΙΝΟΣ
Η αναστοχαστική ισορροπία στην Θεωρία της Δικαιοσύνης: Σκέψεις για την θέση της στην νομική επιστήμη



σχολῇ βαδίζων ὁ χρόνος ἀφικνεῖται τὸ πᾶν

Χαιρήμων



1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ



Ὁ John Rawls συστηματοποίησε τήν παράδοση τῆς δυτικῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας, καί πρότεινε κάποιους πρωτότυπους θεσμικούς μετασχηματισμούς. Ἡ γνώση τῶν κλασσικῶν πολιτικῶν φιλοσόφων, ἡ ἐνημέρωσή γιά τίς σύγχρονες ἐξελίξεις στόν χῶρο τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας, καθώς καί ἡ ἀριστοτελική νηφαλιότητα τοῦ ὕφους, συνέβαλαν στήν διαχρονική ἀναγνώριση τοῦ ρωλσιανοῦ ἔργου.
Ἡ πλούσια βιβλιογραφία γιά τήν σκέψη τοῦ Rawls ἔχει, σέ συντριπτικό βαθμό, ἀναλωθεῖ στόν ἐξαντλητικό ἔλεγχο ἄτυχων λεπτομερειῶν καί στήν συστηματική κατασκευή ἀποπροσανατολιστικῶν γενικεύσεων. Ὁ ἴδιος ὁ Rawls στήν περίοδο πού ἀκολούθησε τήν ἔκδοση τῆς Θεωρίας τῆς Δικαιοσύνης ἐνεπλάκη σέ αὐτό τό παιχνίδι κριτικῶν καί ἀπαντήσεων. Ἴσως ἔτσι δρομολογήθηκε ὁ ἀπόλυτος ἐκνομικισμός ἑνός ἔργου κατ’ ἀρχήν πολιτικῆς φιλοσοφίας. 
Συνειδητά ἀπέφυγα νά ἐμπλακῶ στήν ἐμπόλεμη ζώνη τῆς βιβλιογραφίας. Κατά συνέπεια, τό πόνημά μου εἶναι σύντομο καί χωρίς πολλές ἀναφορές σέ δευτερογενεῖς πηγές. Προτίμησα νά διαβάσω τί λέει ὁ ἴδιος ὁ Rawls, καί νά περιορίσω εἰδικότερα τήν ἐξέταση τοῦ θέματός μου στήν Θεωρία τῆς Δικαιοσύνης (1971).
Ἡ ἐνασχόληση μέ τά ἐπί μέρους μᾶς ἔχει ἀπομακρύνει ἀπό τήν ἐσωτερική αἴσθηση τῆς ρωλσιανῆς ὀπτικῆς. Ὅμως, «χρειάζεται νά ἀναχθοῦμε στά προβλήματα πού θέτει ἕνας ἰδιοφυής συγγραφέας, σ’ αὐτά πού δέν λέει σέ ὅσα λέει, προκειμένου νά ἀντλήσουμε ἀπό αὐτό κάτι πού τοῦ ὀφείλουμε πάντοτε, ἀκόμη καί ἄν στραφοῦμε ταυτοχρόνως ἐναντίον του».1 Μέ τοῦτο τό κριτήριο κατά νοῦ, σκοπεύω νά ἐξετάσω κάποιες παραμελημένες ὄψεις τοῦ ρωλσιανοῦ ἐγχειρήματος καί, παρακολουθώντας τίς συχνά ἀνομολόγητες συνέπειές τους, νά ἀπαντήσω στό ἐρώτημα : συνιστᾶ ἡ μέθοδος τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας νομική μέθοδο;
Στήν δεύτερη ἑνότητα θά ἐπιχειρήσω νά συστηματοποιήσω τίς ἀπόψεις τοῦ Rawls σχετικά μέ τήν ἀναστοχαστική ἰσορροπία. Στήν τρίτη ἑνότητα ἀσχολοῦμαι μέ τήν νομικότητα τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας καί στήν τέταρτη μέ τήν μεθοδικότητά της.
2. Η ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΩΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ



Ὁ Rawls ἀναπτύσσει ἐκτενῶς τά ἐπιχειρήματά του σχετικά μέ τήν ἀναστοχαστική ἰσορροπία στήν τέταρτη2 καί τήν ἔνατη3 ὑποενότητα τοῦ πρώτου κεφαλαίου τοῦ πρώτου μέρους τῆς Θεωρίας τῆς Δικαιοσύνης. Ἐντάσσει μάλιστα τίς συγκεκριμένες ἀναπτύξεις στά περιορισμένα μεθοδολογικά χωρία τοῦ ἔργου.4
Ἄς ἐξετάσουμε ἀρχικά τί ἀκριβῶς λέει ὁ Rawls γιά τό θέμα, θεωρώντας πρός τό παρόν τήν ἀναστοχαστική ἰσορροπία καί τόν τρόπο ἐπίτευξής της ἁπλῶς ὡς μία διαδικασία.
Καλούμαστε σέ πρώτη φάση νά ἐπιλέξουμε κάποιες «ἔγκριτες ἐκτιμήσεις», δηλαδή ἠθικές κρίσεις γιά συγκεκριμένα ζητήματα. Ἡ ἐκφορά τῶν ἔγκριτων ἐκτιμήσεών μας εἶναι δυνατή μόνον ὑπό τήν προϋπόθεση τῆς ὕπαρξης εὐνοϊκῶν συνθηκῶν γιά τήν ἄσκηση τοῦ αἰσθήματος τῆς δικαιοσύνης πού διαθέτουμε, «σέ περιστάσεις δηλαδή ὅπου οἱ συνηθέστερες δικαιολογίες ἤ ἐξηγήσεις τοῦ ἐνδεχομένου νά ἔχει σφάλει κανείς δέν φαίνονται νά συντρέχουν».5 Ταυτοχρόνως, ζητεῖται ἡ συγκρότηση ἑνός σώματος ἀρχῶν πού νά δικαιολογοῦν τίς ἔγκριτες ἐκτιμήσεις μας κατά τρόπο συνεκτικό.6
Ἀκολούθως, ὁ Rawls ἀναφέρεται στίς ἠθικές ἀρχές ἤ ἐκτιμήσεις οἱ ὁποῖες «παρουσιάζονται (presented)» ἤ «προτείνονται (proposed)» σέ ἕνα πρόσωπο. Τό πρόσωπο σταθμίζει τίς δικές του ἀντιλήψεις καί τίς προτεινόμενες/παρουσιαζόμενες σέ αὐτό ἀπόψεις οὕτως ὥστε νά προσεγγίσει τήν κατάσταση τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας μέσῳ εἴτε τῆς ἀποδοχῆς εἴτε τῆς ἀπόρριψης μέρους ἤ τοῦ συνόλου τῶν ἀντιλήψεων πού καλεῖται νά συνδυάσει (συμπεριλαμβανομένων βεβαίως καί τῶν δικῶν του).
Τέλος, ὁ Rawls ὑπαινίσσεται τήν διάκριση μεταξύ τῆς στενῆς καί τῆς εὐρείας ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας7 : ἡ πρώτη ἐκκινεῖ ἀπό καί περιορίζεται στήν ἠθική διαίσθηση τοῦ κάθε ἀτόμου, ἐνῷ ἡ δεύτερη προκύπτει μετά ἀπό τήν ἐξέταση «ὅλων τῶν δυνατῶν περιγραφῶν πρός τίς ὁποῖες [ἕνα πρόσωπο] θά μποροῦσε εὔλογα νά προσαρμόσει τίς κρίσεις του, συνοδευόμενες ἀπό τά σχετικά φιλοσοφικά ἐπιχειρήματα πού τίς στηρίζουν»,8 ἤ, ἔστω, τῶν περισσότερο γνωστῶν ἀντιλήψεων τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας.9
Προχωρώντας σέ μία ἀποκωδικοποίηση τῶν ρωλσιανῶν θέσεων, θά μπορούσαμε νά κατατάξουμε τά δεδομένα σέ ἕξι στιγμές :



1. τήν στιγμή τῆς ἐπιλογῆς τῶν ἔγκριτων ἐκτιμήσεων καί τῶν δικαιολογητικῶν τους ἀρχῶν.

2. τήν στιγμή τῆς ἀρχικῆς10 ἰσορροπίας μεταξύ τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἐκτιμήσεων πού ἔχουμε ἐπιλέξει.

3. τήν στιγμή τῆς διατάραξης τῆς ἀρχικῆς ἰσορροπίας ἐξ αἰτίας τῆς ἐμφάνισης ἀντίθετων ἑλκυστικῶν -ἤ ἀπειλητικῶν- ἀντιλήψεων.

4. τήν στιγμή τῆς στενῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, μίας νέας κατάστασης ἰσορροπίας μεταξύ τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἐκτιμήσεών μας, πού, κατά πᾶσα πιθανότητα, ἐνσωματώνουν πλέον -μέ τρόπο μή ἀντιφατικό- κάποιες ἤ ὅλες ἀπό τίς ἀντιλήψεις πού ἐμφανίστηκαν τήν προηγούμενη στιγμή.

5. τήν στιγμή τῆς διατάραξης τῆς στενῆς ἰσορροπίας ὡς ἀποτέλεσμα τῆς ἐξέτασης ὅλων τῶν δυνατῶν ἤ, ἔστω, τῶν περισσότερο γνωστῶν ἀντιλήψεων τῆς ἠθικῆς φιλοσοφίας.

6. τήν στιγμή τῆς εὐρείας ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, μίας νέας κατάστασης ἰσορροπίας μεταξύ τῶν ἀρχῶν καί τῶν ἐκτιμήσεών μας, πού ἐνσωματώνουν ὄχι μόνο μέ τρόπο συνεκτικό, ἀλλά καί κατά τό δυνατόν πλήρη, τίς ἀντιλήψεις πού ἐμφανίστηκαν τήν προηγούμενη στιγμή, ὥστε νά ἀχθοῦμε στό ἐπίπεδο τῆς εὐτεταγμένης κοινωνίας.




Δύο παρατηρήσεις.
Κατ’ ἀρχάς, εἶναι ἐμφανής μία ἐναλλαγή τάξης («ἰσορροπίας») καί ἀταξίας («διατάραξης»). Σημειωτέον δέ ὅτι ἡ ἀταξία καί ἡ ὑπονόμευση τῆς ἰσορροπίας βρίσκονται συνεχῶς στήν ἡμερήσια διάταξη, ἀφοῦ οὕτως ἤ ἄλλως εἶναι «ἀμφίβολο ἄν μπορεῖ κανείς πράγματι νά φθάσει στήν κατάσταση αὐτή [τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας]».11 Ὡστόσο, ἡ ἀταξία δέν ἀντιμετωπίζεται ὡς ἀρνητική συνέπεια ἐξωγενῶν παρεμβάσεων, ἀλλ’ ἀπεναντίας θεωρεῖται ὅτι ἀνοίγει τόν δρόμο γιά τήν οἰκοδόμηση τῆς εὐτεταγμένης κοινωνίας. Εἶναι δέ πολύ πιθανό ἡ «διατάραξη» νά προκαλεῖται ἀπό τό ἴδιο τό ὑποκείμενο πού πρίν εἶχε ἐπιτύχει τήν ἰσορροπία. Μήπως ἡ ἀταξία ὑπακούει σέ κάποια ἀνώτερη ἀρχή;
Ἐπί πλέον, φαίνεται ὅτι ὁ συνεκτικισμός -πού γιά πολλούς συνιστᾶ τό κυρίαρχο χαρακτηριστικό τῆς ὅλης διαδικασίας- ἐξαντλεῖται μόνο στό ἐπίπεδο τῆς τρίτης καί τέταρτης στιγμῆς. Ἡ εὐρεῖα ἀναστοχαστική ἰσορροπία, πέρα ἀπό τήν ἀξίωση τῆς συνοχῆς, προβάλλει καί ἕνα αἴτημα πληρότητας. Σέ ἀντίθεση μέ τήν στενή ἀναστοχαστική ἰσορροπία, ὅπου μέ ἐξαιρετική εὐκολία μποροῦμε νά δεχθοῦμε ἤ νά ἀπορρίψουμε κατά τό δοκοῦν τήν ὅποια προτεινόμενη πεποίθηση ὑπό τόν μόνον ὅρο νά συγκροτοῦμε τίς ἀντιλήψεις μας σέ ἕνα συνεκτικό ὅλο,12 ἐδῶ εἴμαστε ἀναγκασμένοι νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν ὅλες τίς εὔλογες καί περισσότερο γνωστές ἀντιλήψεις τῆς ἠθικοφιλοσοφικῆς παράδοσης, καί μάλιστα νά τό πράξουμε ὄχι ἄν καί ὅποτε μᾶς προβληθοῦν μέσῳ κάποιου ἐξωτερικοῦ παράγοντα ἤ διαύλου, ἀλλά hic et nunc, μέ δική μας πρωτοβουλία. Πῶς δικαιολογεῖται ὅμως τούτη ἡ ὑποχρεώση;
Τά ἐρωτήματα θά μείνουν προσωρινά ἀναπάντητα.



Ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία εἶναι ἡ νοητική ἀπεικόνιση τῆς ἀνάπτυξης τῆς κοινωνίας πρός τήν -κατά τό δυνατόν- πλήρη εὐταξία καί ὡριμότητά της. Στόχος τοῦ Rawls εἶναι νά παρουσιάσει «μία ἀντίληψη περί δίκαιης κοινωνίας τήν ὁποία θά πρέπει, ἄν εἶναι δυνατόν, νά ὑλοποιήσουμε».13 Ἡ εὐτεταγμένη κοινωνία εἶναι ἀκριβῶς ἡ ἐκπλήρωση αὐτῆς τῆς θέσης, καί διακρίνεται σαφῶς ἀπό τό σημερινό κοινωνικό σύστημα : «Οἱ ὑπαρκτές (existing) κοινωνίες, βέβαια, σπάνια εἶναι εὐτεταγμένες μέ τήν ἔννοια αὐτή, ἐφ’ ὅσον τό τί εἶναι δίκαιο καί τί ἄδικο ἀποτελεῖ συνήθως ἀντικείμενο διαμάχης».14
Ἐν τούτοις, ἡ εὐτεταγμένη κοινωνία δέν προκύπτει ἐκ τοῦ μηδενός : ἀπορρέει ἀπό τήν ἐνεργοποίηση τῆς ἱκανότητας τῶν προσώπων νά διαθέτουν αἴσθημα δικαιοσύνης15. Εἶναι λοιπόν δυνατόν νά διατυπωθεῖ ἡ ἄποψη ὅτι ὁ Rawls διακρίνει μεταξύ τριῶν εἰδῶν κοινωνικῶν κόσμων, ὅπου κάθε εἶδος ἀντιστοιχεῖ καί σέ ἕνα ὁρισμένο στάδιο ἀνάπτυξης τοῦ αἰσθήματος δικαιοσύνης16 :



1. τήν θεωρητική κοινωνία τῆς πρωταρχικῆς θέσης (ἁπλῆ ἱκανότητα αἰσθήματος δικαιοσύνης), 

2. τήν κάθε μή εὐτεταγμένη κοινωνία, ὅπως τό σύγχρονο κοινωνικό σύστημα (ἀλυσιτελής ἐνεργοποίηση αἰσθήματος δικαιοσύνης),

3. τήν εὐτεταγμένη κοινωνία ὡς πραγμάτωση τῆς προηγούμενης (λυσιτελής ἐνεργοποίηση αἰσθήματος δικαιοσύνης).




Κατόπιν αὐτῆς τῆς ταξινόμησης δέν μοιάζει παράδοξη ἡ ὑποστήριξη τῆς θέσης ὅτι κάθε στάδιο ἀνάπτυξης τοῦ αἰσθήματος δικαιοσύνης καί, ἄρα, κάθε εἶδος κοινωνικοῦ κόσμου ἐντάσσονται σέ μία ὀργανική ἑνότητα μέσῳ τῆς διαδικασίας τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, ἡ ὁποία προσδιορίζει τίς στιγμές τῆς μετάβασης ἀπό τό ἕνα στάδιο στό ἄλλο. 
Ἡ ἀρχική ἰσορροπία ἐξασφαλίζει ὅτι πλέον μποροῦμε νά συζητοῦμε μέ ὅρους συνοχῆς καί συστηματοποίησης. Ἡ στενή ἰσορροπία, μέ τήν συνεκτικιστική ἐλευθερία πού προσφέρει, ὁδηγεῖ τήν ποικιλία τῶν ἠθικῶν συστημάτων στήν σημερινή κοινωνία. Τελικῶς, ἡ εὐρεῖα ἰσορροπία διαμορφώνει τήν δημόσια ἀντίληψη περί δικαιοσύνης πού χαρακτηρίζει μία εὐτεταγμένη κοινωνία.17



3. Η ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΩΣ ΜΕΘΟΔΟΣ



Ἡ διαδικασία τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας χρησιμεύει γιά τήν δικαιολόγηση τῶν δύο ἀρχῶν δικαιοσύνης,18 οἱ ὁποῖες τίθενται ὡς βασικοί πυλῶνες τῆς ρωλσιανῆς ἠθικῆς θεωρίας, πού μέ τήν σειρά της ἀφορᾶ τήν βασική θεσμική δομή19 μίας εὐτεταγμένης κοινωνίας. Μέ αὐτά τά δεδομένα, εἶναι σαφές ὅτι ἡ διαδικασία τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας ἀδυνατεῖ νά ἀποτελέσει νομική μέθοδο, ἄν μέ τήν τελευταία ἐννοοῦμε ἕνα σῶμα ὑποδείξεων καί κατευθυντηρίων ἀπευθυνομένων στόν δικαστή κατά τήν διαδικασία ἑρμηνείας καί ἐφαρμογῆς τοῦ ἰσχύοντος δικαίου. 
Σέ μία κοινωνία μακράν τοῦ νά θεωρηθεῖ «εὐτεταγμένη», ὅπως π.χ. τό σημερινό ἑλληνικό κράτος, ὁ παραπάνω καθορισμός τῆς νομικῆς μεθόδου θά σηματοδοτοῦσε τήν ἀπεμπόληση τοῦ κριτικοῦ χαρακτῆρα τῆς θεωρίας τῆς δικαιοσύνης καί τήν μετατροπή της σέ ἰδεολογικό ἄλλοθι τυραννικῶν καθεστώτων.
Μήπως αὐτό συνεπάγεται ὅτι κάθε σύνδεση τῆς διαδικασίας τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας μέ τήν νομική ἐπιστήμη εἶναι ἀπορριπτέα; Ἀσφαλῶς ὄχι. 
Ἐφ’ ὅσον ἀποδεχόμαστε τήν διαπλοκή δικαίου καί ἠθικοπολιτικῶν ἀρχῶν δικαιοσύνης,20 ὁ περιορισμός τῆς διαπλοκῆς αὐτῆς στό πρόσωπο τοῦ δικαστῆ καί μόνον εἶναι ἀδικαιολόγητη. Οἱ τρεῖς πολιτειακές λειτουργίες (νομοθετική, ἐκτελεστική, δικαστική) ἀποτελοῦν «προσωπεῖα» τῆς λογικά μίας καί ἀδιαίρετης κρατικῆς ἐξουσίας21 : συνέπειες ἀπορρέουσες ἀπό τήν ἀρχή τῆς διαπλοκῆς δικαίου καί ἠθικῆς ἀφοροῦν τόν ὁποιονδήποτε σχετιζόμενο μέ τό δίκαιο εἴτε εἶναι ὁ δημιουργός του εἴτε εἶναι ὁ ἐφαρμοστής του εἴτε εἶναι ὁ ἑρμηνευτής του.22
Μέ ποιούς ὅρους εἴμαστε λοιπόν σέ θέση νά μιλοῦμε γιά μία νομική μέθοδο τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας; Ἄς ἀκολουθήσουμε τήν σκέψη τοῦ Rawls : «Οἱ ὑπάρχοντες θεσμοί θά πρέπει νά κρίνονται μέ βάση τήν ἀνωτέρω ἀντίληψη καί νά χαρακτηρίζονται ἄδικοι στόν βαθμό πού ἀποκλίνουν ἀπ’ αὐτήν, χωρίς νά συντρέχουν ἱκανοποιητικοί λόγοι».23 Γι’ αὐτό, «...παρά τά ἀτομιστικά χαρακτηριστικά τῆς δικαιοσύνης ὡς ἀκριβοδικίας, οἱ δύο ἀρχές τῆς δικαιοσύνης μᾶς παρέχουν ἕνα ἀρχιμήδειο σημεῖο γιά τήν ἀξιολόγηση τῶν ὑπαρχόντων θεσμῶν, καθώς καί τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν στόχων πού παράγουν».24 Συνεπῶς, ἡ μέθοδος τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας, συνδεόμενη ὀργανικά μέ τήν δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία, δέν δικαιολογεῖ τούς ὑπάρχοντες θεσμούς,25 ἀλλά χρησιμεύει ὡς τό κριτήριο τῆς ὀρθότητάς τους.26 
Γνωρίζοντας τόσο τίς ἀρχές τῆς δικαιοσύνης ὅσο καί τήν κατάσταση τῶν θεσμῶν στό παρόν, σχεδιάζουμε ἕνα πιό εὐτεταγμένο μέλλον. Καί αὐτή (πρέπει νά) εἶναι μία διαδικασία συντονισμένης κίνησης τοῦ νομοθετικοῦ σώματος, τῆς Κυβέρνησης, τῶν δικαστηρίων, καί κάθε ἄλλου πολιτικοῦ φορέα. Ὅπως παρατηροῦσε -ἀρκετά χρόνια μετά τήν πρώτη ἔκδοση τῆς Θεωρίας τῆς Δικαιοσύνης- ὁ Roberto Unger : «Δέν ὑφίσταται αὐτό πού ὀνομάζεται "νομική συλλογιστική" : ἕνα σταθερό τμῆμα ἑνός φανταστικοῦ Ὀργάνου τῶν μορφῶν ἔρευνας καί διαλόγου, μέ ἕναν μόνιμο πυρήνα σκοποῦ καί μεθόδου. Ὅ,τι ἔχουμε εἶναι ἱστορικῶς ἐντοπισμένες ρυθμίσεις καί ἱστορικῶς ἐντοπισμένες συζητήσεις. Στερεῖται νοήματος τό νά ρωτάμε "Τί εἶναι ἡ νομική ἀνάλυση;" ὡς ἐάν ὁ διάλογος (τῶν νομικῶν) περί τοῦ δικαίου ἀφοροῦσε μία σταθερή οὐσία. Ἀντιμετωπίζοντας ἕναν τέτοιο διάλογο, αὐτό πού μποροῦμε εὔλογα νά ρωτήσουμε εἶναι "Σέ ποιά μορφή ἔχουμε παραλάβει τό δίκαιο, καί σέ τί ὀφείλουμε νά τό μετατρέψουμε;"»27. Ὁ Unger ἐπανανοηματοδοτεῖ τήν νομική μέθοδο ὡς «θεσμική φαντασία»,28 μία ἔννοια πού ἤδη εἰσάγει ὁ Rawls ὑπό τόν ὅρο «Ἀριστοτελική Ἀρχή». 
Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή ὁρίζει ὅτι «ceteris paribus, οἱ ἄνθρωποι ἀπολαμβάνουν τήν ἄσκηση τῶν -ἔμφυτων ἤ ἐπίκτητων- ἱκανοτήτων τους, καί αὐτή ἡ ἀπόλαυση αὐξάνεται ἀνάλογα μέ τόν βαθμό ἀνάπτυξης ἤ τόν βαθμό περιπλοκότητας τῶν τελευταίων».29 Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, ἀπελευθερώνοντας τήν φαντασία καί τήν δημιουργικότητα,30 ἀποτελεῖ, κατά τήν γνώμη μου, τό ἐπιστέγασμα τῆς ρωλσιανῆς θεωρίας τῆς δικαιοσύνης. Ἐπισημαίνοντας τήν ἰδιαίτερη σημασία της γιά τήν διαμόρφωση καί ἀναμόρφωση τῶν θεσμῶν,31 ὁ Rawls τήν παρομοιάζει μέ τήν «ἰδεαλιστική ἔννοια τῆς αὐτοπραγμάτωσης»32 καί θεωρεῖ τήν εὐτεταγμένη κοινωνία ἀκριβῶς ὡς τόν χῶρο ὅπου ἡ Ἀρχή ἐπιτυγχάνει τό «εὐρύτερο ἀποτέλεσμά της».33
Ἡ ρωλσιανή διαλεκτική ἔρχεται στήν ἐπιφάνεια. Τό ὅλο σχῆμα τῆς σταδιακῆς ἀνάβασης ἀπό τίς ἀφηρημένες ἠθικές ἀντιλήψεις στήν συγκεκριμένη θεωρητική σύλληψη τῆς δικαιοσύνης34 φανερώνει τό -ἀνομολόγητο- χρέος τοῦ Rawls στόν Hegel.35 Τά ἐρωτήματα πού θέσαμε προηγουμένως ἀπαντῶνται ἐντός αὐτοῦ τοῦ πλαισίου (§ 2).



Ἡ διαλεκτική μέθοδος, τήν ὁποία δικαιολογεῖ ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, περιορίζει τήν ἐντύπωση τῆς «ἀταξίας» στό ἐνδιάμεσο τῶν καταστάσεων ἰσορροπίας : ὅπως ἀπεδείκνυε ἕνας ἄλλος κρυπτο-διαλεκτικός, ὁ Henri Bergson,36 ἡ φαινομενική «ἀταξία» εἶναι ἁπλῶς ἡ περιστολή τῆς γεωμετρικῆς τάξης χάριν τῆς ζωτικῆς τάξης, τῆς τάξης τῆς δημιουργικῆς ἐξέλιξης.37
Ἡ ἴδια διαλεκτική ἔρχεται νά δώσει ἀπάντηση στό ζήτημα τῆς καταναγκαστικότητας τοῦ αἰτήματος πληρότητας στήν εὐρεῖα ἀναστοχαστική ἰσορροπία. Ἡ Ἀριστοτελική Ἀρχή, ὡς ἔκφραση τῆς φυσικῆς κοινωνικότητας καί δημιουργικότητας τῶν ἀνθρώπων, ἐξηγεῖ ἱκανοποιητικά γιά ποιό λόγο ὑποχρεούμαστε νά λάβουμε ὑπ’ ὄψιν μας τίς διάφορες φιλοσοφικές παραδόσεις : κατ’ αὐτόν τόν τρόπο ἐπιτυγχάνουμε τήν ἁρμονική ἑνότητα ἀτομικοῦ καί συλλογικοῦ : «ἀτομικά καί συλλογικά κατορθώματα δέν φαντάζουν πλέον ὡς κεχωρισμένα, κατακερματισμένα προσωπικά ἀγαθά».38 Ἡ ἰδέα τῆς κοινότητας, θεμελιώδης ρωλσιανή ἔννοια καί ἔγνοια,39 ἐπιβεβαιώνεται ὡς ἀνώτερη μορφή συνεργασίας μεταξύ μοναδικῶν προσώπων πού δέν χάνουν τίποτε ἀπό τόν πλοῦτο τῆς μοναδικότητάς τους.40



4. Η ΑΝΑΣΤΟΧΑΣΤΙΚΗ ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΩΣ ΕΝΕΡΓΗΜΑ



Τίθεται ἕνα τελευταῖο ζήτημα. Μήπως ἡ ἀντίληψη περί «ρωλσιανῆς διαλεκτικῆς» εἶναι ὑπερβολική; Εἰσφέρει ἆραγε ὁ ἴδιος ὁ Rawls συγκεκριμένα μεθοδολογικά στοιχεῖα ὥστε νά εἶναι δυνατόν νά στηρίξουμε κάτι τέτοιο; Νομίζω ὅτι ἡ ἀπάντηση εἶναι θετική.
Ἀποκαλοῦμε συνήθως μέθοδο ἕνα σύστημα ἀκολουθητέων πρός ἐπίτευξιν ὁρισμένου σκοποῦ κανόνων.41 Τό διαζύγιο ἀνάμεσα στίς δύο κουλτοῦρες, προετοιμασμένο ἤδη στά τέλη τοῦ 18ου καί ἐπικυρωμένο στά τέλη 19ου,42 μᾶς ἀναγκάζει νά διακρίνουμε τίς ἐπιστῆμες, ἀναλόγως τῆς χρήσης ἐξηγητικῆς ἤ κατανοητικῆς(/ἑρμηνευτικῆς) μεθόδου, σέ νομοθετικές καί ἰδιογραφικές ἀντιστοίχως.
Εἶναι δυνατόν νά ἐνταχθεῖ ἡ διαδικασία τῆς ἀναστοχαστικῆς ἰσορροπίας σέ κάποιο ἀπό τά δύο πρότυπα; 
Ἀπό τήν μία, ὁ Rawls ἀκολουθεῖ νομοθετική πορεία, δηλώνοντας τήν πρόθεσή του νά συγκροτήσει «μία μορφή ἠθικῆς γεωμετρίας, παρ’ ὅλη τήν ἀκαμψία πού ὑποδηλώνει ὁ ὅρος».43 Ἐπιδιώκει -ἀκόμη καί ἄν ἀποφεύγει νά χρησιμοποιήσει τήν συγκεκριμένη ἔκφραση- τήν ἀξιωματικοποίηση τῆς ἠθικῆς, τήν δημιουργία ἑνός ἐσωτερικά συνεκτικοῦ καί ἀντικειμενικοῦ ἠθικοῦ συστήματος.44
Ἐν τούτοις, ὁ Rawls μοιάζει νά ἐγκολπώνει καί ἔντονα ἰδιογραφικά στοιχεῖα. Ἤδη ἡ συμβολαιική κατασκευή χρησιμοποιεῖται ἀκριβῶς γιά νά θεσμίσει τά ἀνθρώπινα ὄντα ὡς διακριτά πρόσωπα μέ ἰδιαίτερα χαρακτηριστικά καί πεποιθήσεις.45 Ἡ ἴδια ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία δέν στηρίζεται στήν ἀντικειμενικότητα, ἀλλά θεσπίζεται ὡς διυποκειμενική διαδικασία. Ἐπί πλέον, ἡ ἀξίωση ἐφαρμοσιμότητας46 τῆς θεωρίας τῆς δικαιοσύνης τήν ἐξαναγκάζει νά προσαρμοστεῖ -καί συχνά νά παραμορφωθεῖ ἐξ αἰτίας της- στήν ποικιλία τῶν ἱστορικῶν δεδομένων.47 Ἄλλωστε, τό ἐγχείρημα μίας ἠθικῆς δικαιολογημένης ordine geometrico φαίνεται νά ὑπονομεύεται ἀπό τήν παραδοχή τοῦ Rawls ὅτι «δυστυχῶς, ἡ συλλογιστική μου ἀπέχει πολύ ἀπ’ αὐτό τόν στόχο, γιατί εἶναι σέ μεγάλο βαθμό διαισθητική».48
Ἄν ὅμως ἡ ἀναστοχαστική ἰσορροπία εἶναι καί νομοθετική καί ἰδιογραφική μέθοδος, ἤ, μᾶλλον, οὔτε νομοθετική οὔτε ἰδιογραφική, τότε μήπως δέν ἀποτελεῖ κἄν μέθοδο, ἤ, ἀκόμη, μήπως βρίσκεται πέρα ἀπό τήν μέθοδο; Ὁ Rawls διστάζει νά ἀναφερθεῖ στήν διαλεκτική, ἐμμένει στόν διαδηλωμένο καντιανισμό49 του, ἀλλά τελικῶς τό ἀποτέλεσμα θυμίζει ἐκείνη τήν εἰκόνα τοῦ Μάρκου Αὐρηλίου.50 Ἀπό τήν ἀκαθόριστη ὅλην οὐσίαν συμπήγνυνται, σάν ἀπό κερί, δεντράκια, ἀλογάκια, ἀνθρωπάκια, καί ὅ,τι ἄλλο : ὑπάρχουν γιά λίγο, κι ὕστερα λειώνουν κι ἐπιστρέφουν στήν ροή τῆς φύσης. Ἔτσι καί ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης : ξεπηδᾶ πάνοπλη ἀπό τό κεφάλι τοῦ Rawls, ἀλλά ὁ γονέας της γνωρίζει καλά ὅτι δέν εἶναι παρά μιά θεωρία, καταδικασμένη νά παραμορφωθεῖ καί ἴσως ἐν τέλει νά ἀχρηστευθεῖ.51












5. ΕΠΙΛΟΓΟΣ



Ἆραγε ἡ προηγηθεῖσα ἐπιχειρηματολογία ἀποκαλύπτει τήν κρυφή γοητεία ἑνός ἐπαναστάτη Rawls; Σέ καμμία περίπτωση. 
Αὐτό πού θέλησα νά δείξω εἶναι ἀφ’ ἑνός ὅτι ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης ἀναφέρεται σέ μία μελλοντική «ρεαλιστική οὐτοπία»52 καί ἄρα ἀδυνατεῖ νά χρησιμεύσει ὡς νομικό ἐργαλεῖο στόν σημερινό δικαστή, καί ἀφ’ ἑτέρου ὅτι μία καντιανή ἀνάγνωση τοῦ ρωλσιανοῦ ἔργου εἶναι καταδικασμένη νά ἐθελοτυφλεῖ ἔναντι τῶν ὑπορρήτως ἀλλά οὐσιωδῶς διαλεκτικῶν βάσεών του. Ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἕνα πολιτικό ὅραμα, τίποτε λιγότερο, ἀλλά καί τίποτε περισσότερο.
Ἐν πάσῃ περιπτώσει, τό ἔργο τοῦ Rawls παραμένει μία δεξαμενή ἄντλησης ἰδεῶν καί ἐπιχειρημάτων ἰσχυρῶν -ἀκόμη καί μέ ἀμφισβητήσιμα τά θεμέλιά τους.53 Ἴσως ὅμως τελικῶς ἡ πιό πυκνή κριτική τοῦ ρωλσιανοῦ ἔργου νά ξεκινᾶ ἀπό τήν πρακτική-πολιτική καί ὄχι τήν νομική-θεωρητική ἀνάλυση : «Ὁ πραγματικός κόσμος εἶναι ὁ κόσμος τῆς ταξικῆς διαίρεσης καί ταξικῆς σύγκρουσης. Ἕνα λογικό ἐπιχείρημα δέν εἶναι ἀρκετό γιά νά πείσει μία ἐπιχείρηση πού κερδίζει δισεκατομμύρια».54 




































ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ



ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ (RAWLS, HEGEL, KANT)



1. Ρώλς, Τζών, Θεωρία τῆς Δικαιοσύνης, στ’ ἔκδ., Πόλις, Ἀθήνα, 2010

2. Rawls, John, Collected Papers, Harvard University Press, 1999

3. Rawls, John, The Law of Peoples, β’ ἔκδ., Harvard University Press, 2000

4. Rawls, John, Political Liberalism, Columbia University Press, New York, 2005

5. Rawls, John, Justice as Fairness : A Restatement, Harvard University Press, Cambridge MA, 2001

6. Rawls, John/Nagel, Thomas (ed.), A Brief Inquiry into the Meaning of Sin and Faith, with “On my Religion”, Harvard University Press, 2009

7. Χέγκελ, Γκέοργκ, Φιλοσοφία τοῦ Δικαίου, Νομική Βιβλιοθήκη, Ἀθήνα, 2012

8. Hegel, Georg W.F., Ἡ Ἐπιστήμη τῆς Λογικῆς, Δωδώνη, Ἀθήνα-Γιάννινα, 1991

9. Hegel, Georg W.F., Φαινομενολογία τοῦ Πνεύματος, τόμος Α’, Δωδώνη, Ἀθήνα-Γιάννινα, 1993

10. Κάντ, Ἰμμάνουελ, Κριτική τοῦ Πρακτικοῦ Λόγου, β’ ἔκδ., Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα, 2006

11. Kant, Immanuel, Τά θεμέλια τῆς Μεταφυσικῆς τῶν ἠθῶν, Δωδώνη, Ἀθήνα-Γιάννινα, 1984




ΔΕΥΤΕΡΟΓΕΝΕΙΣ ΠΗΓΕΣ (RAWLS)



1. Μιχαλάκης, Ἀνδρέας, Τό Δίκαιο καί τό Ἀγαθό : Δοκίμιο γιά τήν Θεωρία Δικαιοσύνης τοῦ John Rawls, Ἀλεξάνδρεια, Ἀθήνα, 2013

2. Παπαγεωργίου, Κωνσταντίνος, Ἡ πολιτική δυνατότητα τῆς δικαιοσύνης, Νῆσος, Ἀθήνα, 1994

3. Anderheiden, Michael, Justification by Reflective Equilibrium in Rawls’s More Recent Work, Paideia : Philosophy Educating Humanity, Boston, 1998, προσβάσιμο σέ http://www.bu.edu/wcp/Papers/Law/LawAnde.htm. 

4. Budde, Kerstin, Rawls on Kant : Is Rawls a Kantian or Kant a Rawlsian?, European Journal of Political Theory, July 2007, τ. 6, σελ. 339-358.

5. DePaul, M.R., Balance and Refinement : Beyond Coherence Methods of Moral Inquiry, Routledge, New York, 1993.

6. Daniels, Norman, Justice and Justification : Reflective Equilibrium in Theory and Practice, Cambridge University Press, New York, 1996.

7. Freeman, Samuel, Rawls, Routledge, 2007

8. Goodman, N., Fact, Fiction, and Forecast, Harvard University Press, Cambridge, MA, 1955

9. Houlgate, Stephen, Hegel, Rawls, and the Rational State, σέ Williams, Robert R., Beyond Liberalism and Communitarianism : Studies in Hegel's Philosophy of Right, State University of New York Press, Albany, 2001, κεφ. 12, σελ. 249-274.

10. Mandle, Jon, Rawls’s A Theory of Justice : An Introduction, Cambridge University Press, New York, 2009

11. McMahan, J., Moral Intuition, H. LaFollette (ed.), Blackwell Guide to Ethical Theory, Blackwell, Oxford, 2000, κεφ. 5.

12. Meek Lange, Margaret, Exploring the Theme of Reflective Stability : John Rawls’ Hegelian Reading of David Hume, Public Reason 1 (1), Columbia University, 2009, σελ. 75-90

13. Mikhail, John, Rawls’ Concept of Reflective Equilibrium and Its Original Function in A Theory of Justice, 3 Wash. U. Jur. Rev. 1 (2011).

14. Scanlon, T.M., Rawls on Justification, σέ Freeman, Samuel (ed.), The Cambridge Companion to Rawls, Cambridge University Press, New York, 2003, σελ. 139-167.

15. Schwarzenbach, Sibyl A., Rawls, Hegel, and Communitarianism, Political Theory, τ. 19, ἀρ. 4, Sage Publications, Νοέμβριος 1991, σελ. 539-571.

16. Weber, Eric Thomas, Rawls, Dewey, and constructivism : on the epistemology of justice, Continuum, New York, 2010

ΝΟΜΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ



1. Ἀραβαντινός, Ἰωάννης Π., Στοιχεῖα Μεθοδολογίας τοῦ Δικαίου, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθῆναι, 1978

2. Ἀραβαντινός, Ἰωάννης Π., Εἰσαγωγή στήν Ἐπιστήμη τοῦ Δικαίου, β’ ἔκδ., Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθῆναι, 1983

3. Παντελῆς, Ἀντώνης, Ἐγχειρίδιο Συνταγματικοῦ Δικαίου, β’ ἔκδ., Ἀ. Ἀ. Λιβάνης, Ἀθήνα, 2007

4. Παπαχρίστος, Θανάσης Κ., Κοινωνιολογία τοῦ Δικαίου, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα-Κομοτηνή, 1999

5. Σούρλας, Παῦλος Κ., Θεμελιώδη ζητήματα τῆς μεθοδολογίας τοῦ δικαίου, μέρος α’ : θεωρητική στοιχείωση, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1986

6. Σούρλας, Παῦλος Κ., Ἡ διαπλοκή δικαίου καί πολιτικῆς καί ἡ θεμελίωση τῶν νομικῶν κρίσεων, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1989

7. Σούρλας, Παῦλος Κ., Justi atque injusti scientia : Μιά εἰσαγωγή στήν ἐπιστήμη τοῦ δικαίου, Ἀντ. Ν. Σάκκουλας, Ἀθήνα, 1995

8. Τσάτσος, Θεμιστοκλής Δ., Αἱ Γενικαί Ἀρχαί τοῦ Πολιτειακοῦ Δικαίου, Τό Νομικόν, Ἀθῆναι, 1959

9. Engisch, Karl, Εἰσαγωγή στήν Νομική Σκέψη, β’ ἔκδ., ΜΙΕΤ, Ἀθήνα, 1986

10. Unger, Roberto Mangabeira, What Should Legal Analysis Become?, Verso, London-New York, 1996




ΓΕΝΙΚΑ



1. Γκίβαλος, Μενέλαος Ἀ., Ἐπιστήμη, Γνώση καί Μέθοδος, β’ ἔκδ., Νῆσος, Ἀθήνα, 2005

2. Ζίν, Χάουαρντ, Διακηρύξεις Ἀνεξαρτησίας, Ἐξάρχεια, Ἀθήνα, 2009

3. Θεοδωρίδης, Χαράλαμπος, Εἰσαγωγή στήν Φιλοσοφία, β’ ἔκδ., Ἐκδόσεις τοῦ Κήπου, Ἀθήνα, 1955

4. Μπερξόν, Ἐρρίκος, Ἡ δημιουργική ἐξέλιξη, β’ ἔκδ., Πόλις, Ἀθήνα, 2006

5. Φαράκλας, Γιῶργος, Γνωσιοθεωρία καί Μέθοδος στόν Ἕγελο, Βιβλιοπωλεῖον τῆς Ἑστίας, Ἀθήνα, 2000

6. Audi, Robert, Τό Φιλοσοφικό Λεξικό τοῦ Cambridge, Κέδρος, Ἀθήνα, 2011

7. Gilles Deleuze, L’ île déserte et autres textes, Textes et entretiens 1953-1974, David Lapoujade (ed.), Minuit, Paris, 2002

8. Wallerstein, Immanuel, The Modern World-System IV, University of California Press, Berkeley and Los Angeles-California, 2011


ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ


1 Deleuze (2002), σελ. 192.

2 Ρώλς (2010), σελ. 45-48.

3 Ρώλς (2010), σελ. 78-81.

4 Ρώλς (2010), σελ. 19.

5 Ρώλς (2010), σελ. 78.

6 Ὁ Scanlon (2003, σελ. 140) θεωρεῖ τήν ἐπιλογή τῶν ἐκτιμήσεων καί τήν ἐπιλογή τῶν ἀρχῶν δύο διαφορετικά στάδια, ὅπου οἱ ἐκτιμήσεις προηγοῦνται. Ἐν τούτοις, ὁ Ρώλς (2010, σελ. 46) προτείνει σαφῶς νά «ξεκινοῦμε ταυτόχρονα καί ἀπό τίς δύο ἄκρες τοῦ νήματος».

7 Ἡ διάκριση ὀνοματοδοτεῖται καί ἀποσαφηνίζεται στόν Rawls (1975, σελ. 288 ἑπ.). Βλ. ἀκόμη, Rawls (2005), σελ. 384.

8 Ρώλς (2010), σελ. 79.

9 Ρώλς (2010), σελ. 80.

10 Ἡ ἐπιλογή τοῦ ἐπιθέτου εἶναι δική μου.

11 Ρώλς (2010), σελ. 80. Πρβλ. καί σελ. 47: «Αὐτή ἡ ἰσορροπία ὅμως δέν εἶναι ἀπαραιτήτως σταθερή. Ἐνδέχεται πάντα νά ὑποστεῖ διαταραχές λόγῳ τῆς περαιτέρω διερεύνησης τῶν ὅρων πού θά ἔπρεπε νά ἐπιβληθοῦν στήν κατάσταση τοῦ συμβολαίου, καθώς καί λόγῳ ἰδιαζουσῶν περιπτώσεων, ἱκανῶν νά ὁδηγήσουν στήν ἀναθεώρηση τῶν κρίσεών μας».

12 Βλ. DePaul (1993), σελ. 3-4.

13 Ρώλς (2010), σελ. 294.

14 Ρώλς (2010), σελ. σελ. 29. Ὁ Rawls τονίζει τόν «ἄδικο χαρακτήρα τῶν ὑπαρχόντων θεσμῶν» (σελ. 331).

15 Τό αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης διαθέτει φυσική, ἴσως καί βιολογική, βάση. Βλ. Ρώλς (2010), σελ. 575: «Ὑποθέτω ὅτι ἡ συντριπτική πλειοψηφία τῆς ἀνθρωπότητας διαθέτει τήν ἱκανότητα νά ἔχει αἴσθημα δικαιοσύνης. [...] Τό νά διαθέτει κάποιος σέ μεγαλύτερο βαθμό τήν ἱκανότητα νά ἔχει αἴσθημα δικαιοσύνης, ..., εἶναι ἔμφυτο χάρισμα, ὅπως κάθε ἄλλη ἱκανότητα»· σελ. 563: «... τό αἴσθημα δικαιοσύνης πού ἔχει διαμορφωθεῖ μέσῳ τῆς ἀμοιβαιότητας, ἐμφανίζεται ὡς συνθήκη τῆς ἀνθρώπινης κοινωνικότητας»· σελ. 556: «Μέ ἄλλα λόγια, σέ ὅποιον λείπει τό αἴσθημα δικαιοσύνης λείπουν καί ὁρισμένες θεμελιώδεις στάσεις καί ἱκανότητες πού ἐμπεριέχονται στήν ἰδέα τῆς ἀνθρωπιᾶς»· σελ. 528: «Ξεκινῶ ἀπό τήν προϋπόθεση ὅτι τά νέα μέλη τῆς κοινωνίας ἀποκτοῦν βαθμιαία, μεγαλώνοντας, τό αἴσθημα τῆς δικαιοσύνης. Ἡ διαδοχή τῶν γενεῶν καί ἡ ἀνάγκη καλλιέργειας (ἀκόμη καί τῶν ἁπλούστερων) ἠθικῶν στάσεων στά παιδιά συγκαταλέγονται μεταξύ τῶν προϋποθέσεων τοῦ ἀνθρώπινου βίου».

16 Βλ. Ρώλς (2010), σελ. 11, ὅπου γίνεται λόγος γιά «τήν ἐπαρκῆ ἀνάπτυξη ... τῆς ἱκανότητάς τους ... νά διαθέτουν ἕνα αἴσθημα δικαιοσύνης». 

17 Ρώλς (2010), σελ. 29: «Θά μποροῦσε νά φανταστεῖ κανείς τήν δημόσια ἀντίληψη δικαιοσύνης ὡς τόν καταστατικό χάρτη μίας εὐτεταγμένης ἀνθρώπινης συνένωσης».

18 Ρώλς (2010), σελ. 92.

19 Ρώλς (2010), σελ. 31: «Γιά μᾶς τό πρωταρχικό ζήτημα τῆς δικαιοσύνης εἶναι ἡ βασική διάρθρωση τῆς κοινωνίας ἤ, ἀκριβέστερα, ὁ τρόπος μέ τόν ὁποῖο οἱ μείζονες κοινωνικοί θεσμοί διανέμουν θεμελιώδη δικαιώματα καί ὑποχρεώσεις, καθορίζοντας τήν κατανομή τῶν πλεονεκτημάτων τῆς κοινωνικῆς συνεργασίας». Ἡ ἰδέα ἐπαναλαμβάνεται σέ πολλά σημεῖα, π.χ. «... οἱ δύο ἀρχές συγκροτοῦν ἀπό κοινοῦ μία ἀντίληψη περί δικαιοσύνης ἡ ὁποία ἐφαρμόζεται στήν βασική δομή ὁλόκληρης τῆς κοινωνίας» (σελ. 196)· «... ἡ δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία ἐφαρμόζεται στήν βασική δομή διάρθρωση τῆς κοινωνίας» (σελ. 309).

20 Σούρλας (1995), σελ. 100. Γενικότερα, βλ. Σούρλα (1989). 

21 Βλ. Τσάτσο (1959), σελ. 104 ἑπ. καί ἰδίως σελ. 117.

22 Βλ. Σούρλα (1986), σελ. 30, ὁ ὁποῖος ἐπισημαίνει ὅτι στίς νομικές κρίσεις ὡς ἀντικείμενο τῆς μεθοδολογίας «ἀνήκουν ὄχι μόνο οἱ δικαστικές, ἀλλά καί οἱ νομοθετικές καθώς καί οἱ κρίσεις (προτάσεις) τῆς φιλοσοφίας τοῦ δικαίου,...».

23 Ρώλς (2010), σελ. 294.

24 Ρώλς (2010), σελ. 591. Γιά τήν ἔννοια τοῦ ἀρχιμήδειου σημείου, βλ. ἀκόμη σελ. 312 καί 315. Πρβλ. τήν ἀναφορά τοῦ Kant στήν καθαρή ἠθικότητα ὡς λυδία λίθο (Κάντ, 2006, σελ. 223).

25 Βλ. καί Ρώλς (2010), σελ. 363: «Δεχόμενοι ὅτι οἱ ὑπάρχουσες συνθῆκες ὑπολείπονται πάντοτε τῶν ἰδανικῶν ὅρων, ἔχουμε ἤδη μία ἔννοια δικαίου. Ἐπί πλέον, εἴμαστε σέ καλύτερη θέση νά ἐκτιμήσουμε τήν σοβαρότητα τῶν ὑπαρχουσῶν ἀτελειῶν καί νά ἀποφασίσουμε τόν καλύτερο τρόπο προσέγγισης τοῦ ἰδανικοῦ».

26 Ρώλς (2010), σελ. 324: «Ἡ ἰδανική ἀντίληψη μπορεῖ τότε νά νά χρησιμοποιηθεῖ γιά τήν ἀποτίμηση τῶν ὑπαρχουσῶν ρυθμίσεων καί, ταυτόχρονα, ὡς πλαίσιο γιά τόν προσδιορισμό τῶν ἀλλαγῶν πού πρέπει νά ἐπιχειρηθοῦν». 

27 Unger (1996), σελ. 36.

28 Unger (1996), σελ. 129 ἑπ..

29 Ρώλς (2010), σελ. 490.

30 Ρώλς (2010), σελ. 491, 494, 496. 

31 Ρώλς (2010), σελ. 599: «Ἐπί πλέον, ὅμως, ἡ ἀριστοτελική ἀρχή ἰσχύει ἐξ ἴσου γιά τούς θεσμούς ὅσο καί γιά κάθε ἄλλη ἀνθρώπινη δραστηριότητα».

32 Ρώλς (2010), σελ. 495.

33 Ρώλς (2010), σελ. 648.

34 Εὔκολα ἀναγνωρίζουμε στήν ἀρχική ἰσορροπία τήν ἑγελιανή ἀμεσότητα, στήν πολλαπλότητα τῆς στενῆς ἰσορροπίας τίς θέσεις καί ἀντιθέσεις, στήν συμπεριληπτικότητα τῆς εὐρείας ἰσορροπίας τήν διαλεκτική ἀναίρεση (Hegel, 1993· Hegel, 1991). Πρβλ. Anderheiden (1998), ὅπου ὑποστηρίζεται -με ἐντελῶς ὡστόσο διαφορετική, περισσότερο «ἐσωτερική», προσέγγιση ἀπό τήν ἐδῶ ἐπιχειρούμενη- ἡ συγκρότηση τῆς εὐρείας ἰσορροπίας ἀπό περισσότερες στενές ἰσορροπίες.

35 Βλ. σχετικά Houlgate (2001)· Schwarzenbach (1991)· Meek Lange (2009).

36 Εἶναι γνωστές οἱ σχέσεις τοῦ Bergson μέ τόν ἀμερικανικό πραγματισμό, μέ τόν ὁποῖον ὁ Rawls ἦλθε σέ ἐπαφή μέσῳ τῆς μελέτης τοῦ John Dewey, ἀλλά καί τῶν ἀμερικανῶν νομικῶν ρεαλιστῶν, βλ. Weber (2010).

37 Βλ. Μπερξόν (2010), σελ. 214 ἑπ., 265 ἑπ. .

38 Ρώλς (2010), σελ. 648. Ὁ νεαρός Rawls τό διατυπώνει μέ περισσότερη ὀξύτητα: «Ἡ διχοτομία μεταξύ τοῦ ἀτόμου καί τῆς κοινωνίας πού προβλημάτισε τήν σύγχρονη δυτική σκέψη δέν εἶναι στήν πραγματικότητα κἄν διχοτομία» (Rawls, 2009, σελ. 127).

39 Ἡ Schwarzenbach (1991, σελ. 564) ἐπικρίνει ὡς ἀποπροσανατολιστικές τίς κοινοτιστικές κριτικές στόν Rawls. Πρβλ. καί Rawls (2009), σελ. 122: «Κάθε πράξη πού καταστρέφει τήν κοινότητα εἶναι πράξη ἁμαρτίας».

40 «Τό κράτος εἶναι ἡ οὐσιώδης πραγματικότητα τῆς συγκεκριμένης ἐλευθερίας» (Χέγκελ, 2012, σελ. 297). «Πολλές φορές λέγεται ὅτι ὁ σκοπός τοῦ κράτους εἶναι ἡ εὐτυχία τῶν πολιτῶν. Τοῦτο εἶναι βεβαίως ἀληθές. Ἄν δέν περνοῦν καλά, ἄν δέν ἱκανοποιεῖται ὁ ὑποκειμενικός τους σκοπός, ἄν δέν θεωροῦν ὅτι ἡ διαμεσολάβηση αὐτῆς τῆς ἱκανοποίησης εἶναι τό κράτος ὡς τέτοιο, τότε τοῦτο ἵσταται σέ πήλινα πόδια» (Χέγκελ, 2012, σελ. 302). 

41 Ὁ Σούρλας (1986, σελ. 25) μιλᾶ γιά «προμελετημένη διαδοχή ἐνεργειῶν διαταγμένων σέ ὁρισμένη σειρά, ἔτσι ὥστε ἡ συνεπής πραγμάτωσή τους νά ὁδηγεῖ ὅσο γίνεται καλύτερα στήν ἐπίτευξη ὁρισμένου στόχου». Πρβλ. καί σχετικό λῆμμα Λεξικοῦ Τριανταφυλλίδη, σελ. 833: «ὀργανωμένο σύνολο κανόνων πού ρυθμίζουν ὁρισμένη ἀνθρώπινη δραστηριότητα. 1α. Σύνολο κανόνων ἤ ἐνεργειῶν γιά τήν ἐπίτευξη ὁρισμένου σκοποῦ».

42 Βλ. Wallerstein (2011), σελ. 219 ἑπ..

43 Ρώλς (2010), σελ. 156. Ὁ Rawls προσπαθεῖ νά οἰκοδομήσει ἕνα ἀξιωματικό ἠθικό σύστημα, παραδεχόμενος τήν δύναμη τῆς παραγωγικῆς (deductive) λογικῆς (σελ. 154, 156, 226), ὄχι ὅμως χωρίς κριτική τῶν ὠφελιμιστικῶν ἤ θεμελιοκρατικῶν προϋποθέσεών της (σελ. 228, 655).

44 Βλ. χαρακτηριστικά τήν ἐκτεταμένη ἀνάλυση τῆς ἀντικειμενικότητας τῶν ἠθικῶν κρίσεων τῶν αὐτόνομων προσώπων στά πλαίσια τῆς εὐτεταγμένης κοινωνίας (Ρώλς, 2010, σελ. 583 ἑπ.). 

45 Ἕναν πρόσθετο παράγοντα σχετικοποίησης τῆς νομοθετικῆς πλευρᾶς τῆς ρωλσιανῆς σκέψης, ἀποτελεῖ ἡ ὁμολογία ὅτι «ὑπάρχουν ἄπειρες παραλλαγές τῆς ἀρχικῆς κατάστασης, καί ἑπομένως δέν χωρεῖ ἀμφιβολία ὅτι ὑπάρχουν ἄπειρα θεωρήματα ἠθικῆς γεωμετρίας» (σελ. 162). Παρά ταῦτα, ὁ Rawls δέν θεωρεῖ σημαντική τήν ζημία, δεδομένου ὅτι «ἐλάχιστα ... εἶναι αὐτά πού παρουσιάζουν φιλοσοφικό ἐνδιαφέρον».

46 Βλ. Ρώλς (2010), σελ. 18, 194, 364, 640, 661.

47 «Τό ὅτι ὁ ἄνθρωπος εἶναι ὄν ἱστορικό σημαίνει πώς ἡ πραγμάτωση τῶν δυνατοτήτων ἀτόμων πού ζοῦν κάποια δεδομένη στιγμή προαπαιτεῖ τήν συνεργασία πολλῶν γενεῶν (ἤ ἀκόμη καί κοινωνιῶν) γιά ἕνα μακρό χρονικό διάστημα. Σημαίνει, ἐπίσης, ὅτι ἡ συνεργασία αὐτή καθοδηγεῖται κάθε στιγμή ἀπό μία κατανόηση τῶν πεπραγμένων τοῦ παρελθόντος, ὅπως αὐτά ἑρμηνεύονται ἀπό τήν κοινωνική παράδοση» (σελ. 596). Ἔτσι, π.χ., γιά τό ποιό κοινωνικό σύστημα εἶναι τό κατάλληλο γιά τήν ὑλοποίηση τῆς θεωρία τῆς δικαιοσύνης τήν ἀπάντηση δίνουν «οἱ ἱστορικές συνθῆκες καί οἱ παραδόσεις, οἱ θεσμοί καί οἱ κοινωνικές δυνάμεις τῆς κάθε χώρας» (σελ. 15). Βλ. ἐπίσης, σελ. 325: «μιά τέτοια ἀπάντηση ἐξαρτᾶται, σέ μεγάλο βαθμό, ἀπό τίς παραδόσεις, τούς θεσμούς καί τίς κοινωνικές δυνάμεις κάθε χώρας, καθώς καί ἀπό τίς ἰδιαίτερες ἱστορικές περιστάσεις της», καί σελ. 333: «...τό ποιό σύστημα εἶναι τό καλύτερο γιά ἕναν δεδομένο λαό ἐξαρτᾶται ἀπό τίς περιστάσεις, τούς θεσμούς καί τίς ἱστορικές παραδόσεις του». Πρβλ. τό ἐπιχείρημα γιά τήν ἀνισότητα τῶν πολιτικῶν ἐλευθεριῶν ὡς «ἐπιτρεπτή προσαρμογή στά ἱστορικά δεδομένα» (σελ. 295-296).

48 Ρώλς (2010), σελ. 156. Πρβλ. καί σελ. 543: «Δέν θά ἰσχυριζόμουν βέβαια ὅτι ἡ δικαιοσύνη ὡς ἀκριβοδικία εἶναι ἡ μόνη θεωρία πού μπορεῖ νά ἑρμηνεύσει πειστικά τό αἴσθημα δικαιοσύνης».

49 Ἡ ρωλσιανή μεταχείριση τοῦ Kant παραμένει διαρκῶς σημεῖο ἀντιλεγόμενο, βλ. Budde (2007).

50 Τά Εἰς Ἑαυτόν, Βιβλίο ζ’, 23.

51 Ρώλς (2010), σελ. 81.

52 Βλ. Rawls (2000), passim. Θεωρῶ δηλαδή ὅτι χρειάζεται μία ἔντονη ἀσυνέχεια μεταξύ τῆς σημερινῆς μας κατάστασης καί τῆς μελλοντικῆς εὐταξίας. Ἡ κριτική πού ζητᾶ τήν ἐπίλυση τῶν προβλημάτων μόνο μέσῳ τοῦ διαλόγου καί στά πλαίσια τῶν ἰσχυόντων θεσμῶν στήν πραγματικότητα ἀναιροῦν τήν ρωλσιανή σκέψη, θεωρώντας ὅτι ἡ κοινωνία μας εἶναι κατά βάσιν δίκαιη, καί χρειάζεται ἁπλῶς νά ἐκσυγχρονιστεῖ περισσότερο στά σημεῖα. Ὅμως ἡ θεωρία τῆς δικαιοσύνης ἐφαρμόζεται στήν βασική δομή τῆς κοινωνίας, ἡ ὁποία, κατά τόν Rawls, κάθε ἄλλο παρά εὔτακτη εἶναι. Μέ ἄλλα λόγια, ἤ ἔχουμε προβληματική δομή ἤ ἔχουμε προβληματικό «ἐποικοδόμημα». Ὁ Rawls φαίνεται συμφωνεῖ μέ τήν πρώτη ἐκδοχή. Βλ. ἐνδεικτικά καί Ρώλς (2010), σελ. 428-429, ὅπου δικαιολογεῖ τήν ἐπαναστατική δράση, ἐφ’ ὅσον αὐτή ἀντιμάχεται ἄδικα καί διεφθαρμένα καθεστῶτα (σελ. 423).

53 Κάτι πού τό δέχεται καί ὁ ἴδιος ὡς θεμιτή πιθανότητα, βλ. Ρώλς (2010), σελ. 41.

54 Ζίν (2009), σελ. 203.
 

Powered by Create your own unique website with customizable templates.
  • HOME
  • ABOUT ARCHEIOTHRAFSTIS
  • browse
    • by volume >
      • Volume 1 (2011)
      • Volume 2 (2012)
      • Volume 3 (2013)
      • Volume 4 (2014)
      • Volume 5 (2015)
      • Volume 6 (2016)
      • Volume 7 (2017)
      • Volume 8 (2018)
      • Volume 9 (2019)
    • by author >
      • Panagiotis Bletsas
      • Giannis Despotopoulos
      • Giannis Efstathiou
      • Serge Gutwirth
      • Aristides Hatzis
      • Giorgos Lieros
      • Jason Koutoufaris-Malandrinos
      • Manuel Moschopoulos
      • Dimitris M. Moschos
      • Viktoria Nasouli
      • Chrysovalantis Sitsanis
      • Elissavet Spyridou
      • Isabelle Stengers
      • Alexandre Sturdza
      • Jean Tignol
      • Panagiotis Tsialas
      • Eleni Velentza
      • Immanuel Wallerstein
    • by title
    • by subject
  • editorial team
    • Jason Koutoufaris-Malandrinos
    • Eleni Velentza
    • Asterios Girbas
    • Giannis Efstathiou
    • Kalliopi Kagelari
    • Chrysovalantis Sitsanis
  • author guidelines
  • CONTACT